-κῶς, ἔχειν Ph.2.465
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωνητικός — ή, όν, ΝΑ [ὠνητής] αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά. επίρρ... ὠνητικῶς Α με ωνητικό τρόπο, με αγορά … Dictionary of Greek
ὠνητικῶς — ὠνητικός inclined to buy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)